υδρόφυλλο

υδρόφυλλο
το, Ν
1. φύλλο βυθισμένο στο νερό
2. βοτ. παλαιότερη ονομασία γένους φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + φύλλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδροφυλλίδες — (Hydwphyllaceae). Οικογένεια αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών. Περιλαμβάνει πολλά πολυετή ποώδη φυτά ή σπανιότερα μικρούς θάμνους που απαντούν σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Αμερική, ποτέ όμως στην Αυστραλία. Έχουν απλά ή σύνθετα φύλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”